- ανευρυσμός
- ο (Α ἀνευρυσμός)το ανεύρυσμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνευρυσμός — dilatation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνευρυσμῷ — ἀνευρυσμός dilatation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνευρυσμόν — ἀνευρυσμός dilatation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανευρύνω — ἀνευρύνω (Α) διαστέλλω, πλαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + ευρύνω. ΠΑΡ. ανεύρυνση ( ις), ανεύρυσμα, ανευρυσμός] … Dictionary of Greek